λιγογράμματος

λιγογράμματος
η , ο малограмотный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λιγογράμματος" в других словарях:

  • λιγογράμματος — η, ο βλ. ολιγογράμματος …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγογράμματος — και λιγογράμματος, η, ο (ΑΜ ολιγογράμματος, ον) αυτός που αποτελείται από λίγα γράμματα («ολιγογράμματη επιγραφή») νεοελλ. μσν. αυτός που έμαθε λίγα γράμματα, ολιγομαθής, ημιμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + γράμμα, ατος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»